Ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εξηγεί στην «Κ» τι ορίζει ο εκλογικός νόμος που θα εφαρμοστεί στις δύο αναμετρήσεις, φέρνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα. Αναλύει επίσης γιατί είναι εσφαλμένη, αν κι ευρεία, η χρήση του όρου «πρώτος/δεύτερος γύρος» εκλογών, αν νοείται στην Ελλάδα μονοκομματική κυβέρνηση χωρίς αυτοδυναμία, αλλά και ποια είναι τα «τρελά σενάρια» σχηματισμού κυβέρνησης που θα συνιστούσαν «μίνι πραξικόπημα».
Με τι σύστημα ψηφίζουμε
Στις εκλογές αυτής της Κυριακής, βάσει του άρθρου 54 παρ.1 του Συντάγματος, θα ψηφίσουμε με τον εκλογικό νόμο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κοινώς με απλή αναλογική.
Όπως προβλέπει ο συγκεκριμένος νόμος και δεδομένης της κατάργησης του μπόνους των 50 εδρών για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός, το σύνολο των ψήφων που συγκεντρώνει κάθε κόμμα στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 300. «Το γινόμενό τους διαιρείται με το άθροισμα των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκεντρώνουν στην Επικράτεια όσοι σχηματισμοί συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5. Οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηματισμός στην Επικράτεια είναι το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης» διευκρινίζει ο κ. Αλιβιζάτος.
Όσες έδρες παραμείνουν αδιάθετες αποδίδονται λόγω στρογγυλοποίησης στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα. «Αν το άθροισμα των ως άνω ακέραιων μερών των πηλίκων υπολείπεται του αριθμού 300, τότε παραχωρείται, κατά σειρά, ανά μία έδρα και ως τη συμπλήρωση αυτού του αριθμού, στους σχηματισμούς των οποίων τα πηλίκα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα» προσθέτει.
«Απλή αναλογική σημαίνει πως ό,τι ποσοστό πάρεις στον κόσμο, παίρνεις και στη Βουλή. Ποσοστό 30% στο εκλογικό σώμα, αντιστοιχεί σε 30% στη Βουλή, που σημαίνει 90 βουλευτές. Ποσοστό 1% αντιστοιχεί σε τρεις βουλευτές. Η απλή, απλούστατη αναλογική είναι σχεδόν αυτό, γιατί πάντα ισχύει το 3% ως προϋπόθεση της εισόδου στη Βουλή. Άρα μένει ένα ποσοστό εκτός Βουλής, το οποίο ενδεχομένως δίνει κάποιες έδρες περισσότερες. Δηλαδή, αν κάποιο κόμμα πάρει 30%, αυτό μπορεί να μεταφράζεται όχι σε 90, αλλά σε 91 ή 92 έδρες», εξηγεί ο καθηγητής.
Ως εκ τούτου, με το σύστημα της απλής αναλογικής -το δικαιότερο για κάποιους ή αυτό που ευνοεί καταστάσεις παρατεταμένης ακυβερνησίας για άλλους- απαιτείται εκλογικό ποσοστό σχεδόν 50% για την επίτευξη πλειοψηφίας 151 εδρών.
Τι είναι ενισχυμένη αναλογική
Αν η διαδικασία των διερευνητικών εντολών δεν τελεσφορήσει και η χώρα οδηγηθεί σε επαναληπτικές εκλογές, οι πολίτες θα κληθούν να ψηφίσουν με άλλο εκλογικό σύστημα, αυτό της ενισχυμένης αναλογικής.
Στην περίπτωση της ενισχυμένης αναλογικής, αν το πρώτο κόμμα επιτύχει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 25%, λαμβάνει μπόνους 20 εδρών και επιπλέον μία έδρα για κάθε επιπλέον μισή μονάδα στο αποτέλεσμα. Το «ταβάνι» του κλιμακωτού μπόνους είναι το 40%, ποσοστό που αντιστοιχεί στο μάξιμουμ των πενήντα εδρών. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων.
Έτσι, ένα κόμμα με ποσοστό γύρω στο 37% θα μπορεί να εξασφαλίσει αυτοδυναμία σε συνάρτηση και με άλλους παράγοντες, όπως ο αριθμός των κομμάτων που θα διαβούν το κατώφλι της Βουλής διασφαλίζοντας τουλάχιστον το απαραίτητο 3%.
Οπως διευκρινίζει ο συνεργάτης του κ. Αλιβιζάτου, δικηγόρος Στέφανος Μαντζαρλής, το μέγιστο των εδρών προς κατανομή είναι 280 εάν το πρώτο κόμμα πάρει 25%, οπότε και θα ενισχυθεί μόνο με το σταθερό μπόνους των 20 εδρών, ενώ το ελάχιστο είναι 250 εάν το πρώτο κόμμα πάρει 40%, όπου θα ενισχυθεί με 20 + 30 έδρες.
«Το εκλογικό σύστημα που θα ισχύσει στις δεύτερες εκλογές, αν χρειαστεί να γίνουν, είναι πιο ενισχυμένο. Δηλαδή, δίνει ένα μπόνους στο πρώτο κόμμα, που σε αντίθεση με το μπόνους του παλαιότερου νόμου που ήταν 50 βουλευτές στο πρώτο κόμμα όποιο ποσοστό κι αν είχε, αυτό είναι κλιμακωτό» εξηγεί περαιτέρω ο κ. Αλιβιζάτος. «Να σας θυμίσω πως το μπόνους το παλιότερο το είχε πάρει ο κ. Σαμαράς το 2012 με 18% στις πρώτες και 28% στις δεύτερες εκλογές. Ο κ. Μητσοτάκης -κι αυτό είναι κάτι που του προσάπτουν περισσότερο οι δικοί του, όχι η αντιπολίτευση- το άμβλυνε αυτό. Με ποσοστό μέχρι 25% το πρώτο κόμμα δεν παίρνει τίποτα. Από 25% και πάνω παίρνει 20 έδρες μπόνους και δύο βουλευτές για κάθε μονάδα. Δηλαδή, με 26%, παίρνει 22 βουλευτές, με 27% 24 κ.ο.κ., μέχρι το 40% οπότε και παίρνει μπόνους 50 έδρες. Άρα, έχουμε υπολογίσει πως με 31% δεν υπάρχει αυτοδυναμία. Πρέπει το πρώτο κόμμα να πλησιάσει το 38%. Πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες και στις δεύτερες εκλογές να μην υπάρχει αυτοδυναμία. Σε αυτή την περίπτωση ή θα τα βρουν ή θα πάμε για τρίτες εκλογές».
Επεξηγηματικά των παραπάνω, ο κ. Αλιβιζάτος παραθέτει δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα επίτευξης αυτοδυναμίας ή μη.
Παράδειγμα 1
Αν υποθέσουμε ότι έχουμε:
- 100 έγκυρες ψήφους στην Επικράτεια
- 90 ψήφους πέραν του εκλογικού μέτρου 3%.
- 38% στο 1ο κόμμα (38 ψήφοι)
- 29% στο 2ο κόμμα (29 ψήφοι)
- 14% στο 3ο κόμμα (14 ψήφοι)
- 9% στο 4ο κόμμα (9 ψήφοι)
Τότε:
- Το 1ο κόμμα θα πάρει το σταθερό μπόνους των 20 εδρών και επιπλέον 26 έδρες (38%-25% = 13% Χ 2 έδρες = 26 έδρες). Το συνολικό μπόνους λοιπόν είναι 46 έδρες.
- Οι προς κατανομή έδρες θα είναι 300-46=254.
- Οι έδρες του πρώτου κόμματος από την αναλογική κατανομή θα είναι 38 Χ 254=9.652/90=107,25.
- Το πρώτο κόμμα θα πάρει 107 + 46 έδρες = 153 και θα έχει αυτοδυναμία.
Παράδειγμα 2
Αν υποθέσουμε ότι έχουμε:
- 100 έγκυρες ψήφους στην Επικράτεια
- 95 ψήφους πέραν του εκλογικού μέτρου 3%
- 38% στο 1ο κόμμα (38 ψήφοι)
- 29% στο 2ο κόμμα (29 ψήφοι)
- 14% στο 3ο κόμμα (14 ψήφοι)
- 9% στο 4ο κόμμα (9 ψήφοι)
- 5% στο 5 ο κόμμα (5 ψήφοι)
Τότε:
- Το 1ο κόμμα θα πάρει το σταθερό μπόνους των 20 εδρών και επιπλέον 26 έδρες (38%-25% = 13% Χ 2 έδρες = 26 έδρες). Το συνολικό μπόνους παραμένει 46 έδρες.
- Οι προς κατανομή έδρες και σε αυτό το παράδειγμα είναι 300-46=254.
- Όμως, οι έδρες του πρώτου κόμματος από την αναλογική κατανομή θα είναι 38 Χ 254=9.652/95=101,6.
- Το πρώτο κόμμα θα πάρει 101 + 46 έδρες = 147 και δεν θα έχει αυτοδυναμία.
Η διαδικασία των διερευνητικών
Αν η κάλπη δεν αναδείξει κόμμα πλειοψηφίας, αν δηλαδή το πρώτο κόμμα που προκύψει από τις εκλογές δεν συγκεντρώσει 151 έδρες, ακολουθεί η διαδικασία με τις διερευνητικές εντολές.
Όπως προβλέπει το άρθρο 37 του Συντάγματος για τον διορισμό πρωθυπουργού και κυβέρνησης, «αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Kυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Aν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος».
Kάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, επιδιώκει το σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Kυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή.
Οπως ορίζει το Σύνταγμα, αν το κόμμα δε διαθέτει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, η ΠτΔ δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. H πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Bουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δύναμη των κομμάτων στη Bουλή. Η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.
Η διάρκεια της διαδικασίας των διερευνητικών δεν ξεπερνά τις εννέα ημέρες καθώς, όπως διευκρινίζει ο κ. Μαντζαρλής, «δε δίνεται σε όλα τα κόμματα η διερευνητική. Αν τα πρώτα τρία κόμματα έχουν επιστρέψει τη διερευνητική, είναι προφανές πως κανείς από τους υπολοίπους δε θα συμφωνήσει για το σχηματισμό κυβέρνησης, οπότε η όλη διαδικασία διαρκεί το πολύ εννέα ημέρες. (…) Στη συνέχεια προκηρύσσονται εκ νέου εκλογές με υπηρεσιακή κυβέρνηση που έχει ως σκοπό τη διενέργεια των εκλογών και τη διαχείριση μέχρι εκεί. Ξεκινά εκ νέου προεκλογική περίοδος, γίνονται οι εκλογές και ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί αυτοδυναμία, τότε πάμε και σε τρίτη Κυριακή εκλογών».
Τα «τρελά σενάρια»
Ο κ. Αλιβιζάτος θεωρεί απίθανο να προκύψει κυβέρνηση με σταθερή προοπτική μετά τις κάλπες της 21ης Μαΐου, ενώ επισημαίνει πως δεν έχει υπάρξει ξανά εκλογική διαδικασία με δύο εκλογικά συστήματα.
«Το Σύνταγμα πλέον ορίζει ότι υποχρεωτικά η κάθε αλλαγή του εκλογικού συστήματος ισχύει για τις μεθεπόμενες εκλογές. Παλιά, κάθε κυβέρνηση άλλαζε τον εκλογικό νόμο για να διευκολύνει τη δική της θέση. Για να αποτραπεί αυτό, το 2001 μπήκε αυτή η διάταξη ώστε το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες να ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές. Εκτός κι αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα, σε αυτή την περίπτωση όμως απαιτούνται 200 ψήφοι».
Αναφερόμενος σε περαιτέρω σενάρια, συνταγματικά θεμιτά μεν, απίθανα δε, ο καθηγητής σημειώνει: «Σε άρθρο μου στην Καθημερινή έλεγα πως το γεγονός πως έχουμε δημοτικές εκλογές το φθινόπωρο και ευρωεκλογές του χρόνου τον Μάιο το αργότερο, μπορεί να τους κάνει να σκεφτούν “ας κάνουμε κάποια κυβέρνηση συνεργασίας για έξι μήνες ή έναν χρόνο και μεταθέτουμε τη μάχη τότε”».
Θα μπορούσε να επαναφέρει το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα ο κ. Μητσοτάκης; «Ναι. Στη βουλή του Ιουλίου, τις μεθεπόμενες εκλογές δηλαδή. Όμως, δε νομίζω πως θα κάνει κάτι τέτοιο. Δε νομίζω πως του περνάει καν από το νου. Θεωρητικά όμως μπορεί να το κάνει. Δηλαδή, αν αύριο η Νέα Δημοκρατία κάνει ένα –πολιτικά, όχι συνταγματικά- μικρό πραξικόπημα και αλλάξει τον εκλογικό νόμο, φέρει στη Βουλή τον παλιό με το μπόνους των 50 εδρών, αυτός θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές, του Ιουλίου» λέει ο ίδιος – διευκρινίζοντας πως γι’αυτό το λόγο δεν υφίσταται πρώτος, δεύτερος, ενδεχομένως τρίτος «γύρος» εκλογών, διότι οι εκλογές δε λογίζονται σαν «πακέτο», είναι ξεχωριστές διαδικασίες. «Τεχνικά είναι λάθος ο όρος γιατί πρόκειται για καινούργια εκλογική διαδικασία, ξεκινά ξανά από το μηδέν» προσθέτει ο κ. Μαντζαρλής.
Θα συνασπίζονταν τα κόμματα της Αριστεράς απέναντι στη ΝΔ; «Η Αριστερά ενδιαφέρεται να μη γυρίσει η Δεξιά στην εξουσία» απαντά ο κ. Αλιβιζάτος. «Με απλή αναλογική αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Πόσο να πιάσει; Άνω του 50%; Δεν μπορεί με τίποτα να το κάνει. Μπορεί να το κάνει για τις μεθεπόμενες εκλογές; Όπως προαναφέραμε, ένας νέος εκλογικός νόμος μπορεί να έχει άμεση ισχύ αν ψηφιστεί από 200 βουλευτές. Αν η ΝΔ δεν επιτύχει 100 έδρες στις πρώτες εκλογές της 21ης Μαΐου κι όλοι οι υπόλοιποι έχουν πάνω από 200, μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση με μοναδικό σκοπό να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και να ισχύσει αμέσως. Προφανώς, αυτές είναι ασκήσεις επί χάρτου για τη λογική της διαδικασίας. Απλώς θέλω να γίνει κατανοητό πως μία κυβέρνηση μπορεί να αλλάξει τον εκλογικό νόμο με 151 ψήφους για τις μεθεπόμενες εκλογές, άρα η σημερινή κυβέρνηση μπορεί θεωρητικά να τον αλλάξει για τις εκλογές του Ιουλίου, αν γίνουν. Ή μπορεί να αλλάξει τον εκλογικό νόμο για τις αμέσως επόμενες εκλογές, με 200 ψήφους. Αυτό τι σημαίνει; Πως στις μεθεπόμενες εκλογές -θεωρητικά μιλάμε, δεν θα γίνει στην πράξη- ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να επαναφέρει το μπόνους των 50 εδρών και η Αριστερά να του “κόψει τα πόδια” με τις 200». Ο καθηγητής υπογραμμίζει πως «αυτά είναι τα πιο τρελά παραδείγματα, όπου μπορούν να τιναχθούν όλα στον αέρα. Μπορεί να το κάνει ο Μητσοτάκης, μπορεί να το κάνει κι ο κ. Κουτσούμπας. Δε νομίζω πως θα συνεργαζόταν ο κ. Ανδρουλάκης σε αυτό, όμως αν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ έχουν πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, μπορούν να περάσουν αυτόν τον “τρελό” νόμο. Και θα τον ψηφίσουν όλοι».
Ερωτηθείς, τέλος, αν μπορεί στην Ελλάδα να υπάρξει μονοκομματική κυβέρνηση χωρίς αυτοδυναμία, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, κυρίως του ευρωπαϊκού Βορρά, ο κ. Αλιβιζάτος απαντά: «Πρόκειται για τις λεγόμενες κυβερνήσεις ανοχής. Με 148 έδρες θεωρητικά μπορεί να πάρει (ανοχή), αλλά ξέρετε τι μπορεί να γίνει μετά; Ένα κόμμα με 20 βουλευτές, π.χ. το ΚΚΕ, να μην πάει στη Βουλή. Το Σύνταγμα ορίζει πως πρέπει να υπάρχει πλειοψηφία των παρόντων. Αν αυτοί οι είκοσι δεν πάνε στη Βουλή, μένουν 280 παρόντες και η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι 141. Θεωρητικά μπορεί να γίνει, αλλά σε κάθε νομοσχέδιο θα υπάρχει κρίση. Είχε γίνει όταν έφυγε από την κυβέρνηση ο κ. Καμμένος λόγω Πρεσπών και έμεινε ο κ. Τσίπρας με 148 βουλευτές για έξι μήνες. Είχε υπάρξει τότε κυβέρνηση ανοχής, αλλά δεν έχει εκλεγεί ποτέ τέτοια κυβέρνηση».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου