Πέμπτη, 1η Ιουνίου, 2023
Δεν είναι η μοναδική φορά που η αμερικανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με την αύξηση του ορίου χρέους
Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, και ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών κοινοβουλευτικών, Κέβιν Μακάρθι, ολοκλήρωσαν την Κυριακή, ύστερα από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, την καταρχήν συμφωνία για την αύξηση του ορίου δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους. Η συμφωνία αυτή διαγράφει την απειλή η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη να περιέλθει σε στάση πληρωμών στις αρχές του ερχόμενου μήνα.
Ωστόσο, η συμφωνία πρέπει να εξασφαλίσει το «πράσινο φως» του Κογκρέσου και ήδη προκαλεί πολεμική από πλευράς προοδευτικών Δημοκρατικών και ριζοσπαστών Ρεπουμπλικανών, με κάποιους να μιλούν για «συνθηκολόγηση». «Ισως να μην τους ικανοποιεί όλους, όμως είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση που δεν περίμενε κανείς», είπε ο Ρεπουμπλικανός «speaker» στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, χθες, υπερασπιζόμενος τον καρπό των σκληρών διαπραγματεύσεων. Επίσης προέβλεψε ότι η «πλειοψηφία» των Ρεπουμπλικανών κοινοβουλευτικών θα ταχθεί υπέρ του κειμένου.
Και αυτή δεν είναι ασφαλώς η μοναδική φορά που η αμερικανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με την αύξηση του ορίου χρέους. Η τελευταία ήταν το 2011, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος είχε αναθέσει στον έμπειρο αντιπρόεδρό του, Τζο Μπάιντεν, να διαπραγματευτεί με το «εχθρικό» Κογκρέσο που ελεγχόταν από τους Ρεπουμπλικανούς.
Το βασικό ατού του σημερινού προέδρου ήταν οι γνωριμίες που είχε με αρκετά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, και ειδικότερα με τον επικεφαλής τους στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπάιντεν, ο οποίος εκλεγόταν από τη δεκαετία του ’70 στη Γερουσία, απολάμβανε ιδιαίτερης εκτίμησης στους κύκλους των Ρεπουμπλικανών. Χρησιμοποιώντας αυτά τα «εφόδια», ο Μπάιντεν κατάφερε τελικά στο «παραπέντε» να κλείσει συμφωνία με τον Μακόνελ και τον Τζον Μπένερ, επικεφαλής της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ωστόσο, περίπου 12 χρόνια μετά, για ακόμη μια φορά η αύξηση του ορίου χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δημιουργεί στην Ουάσιγκτον βέρτιγκο. Παραδοσιακά, η πιο συντηρητική πλευρά των Ρεπουμπλικανών ζητεί περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, «ανάθεμα» για την κοινωνικά φιλελεύθερη πτέρυγα των Δημοκρατικών.
Φέτος τον Ιανουάριο το χρέος των ΗΠΑ έφτασε στο επιτρεπτό όριο των 31,4 τρισ. δολαρίων, το οποίο ωστόσο είναι τριπλάσιο σε σχέση με το επίπεδο χρέους του 2008 (10 τρισ. δολάρια) και σχεδόν 10πλάσιο σε σχέση με το 1990 (3,2 τρισ. δολάρια). Από τον Ιανουάριο, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεν έχει προχωρήσει σε νέο δανεισμό για να μην παραβιάσει το πλαφόν του χρέους, καλύπτοντας τις δαπάνες του με τα τρέχοντα έσοδα και κάποιες λογιστικές μεθοδεύσεις. Η υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, είχε προειδοποιήσει πάντως ότι το Αμερικανικό Δημόσιο δεν θα μπορούσε να πληρώνει τις υποχρεώσεις του από την 1η Ιουνίου χωρίς την αύξηση του πλαφόν.
Μία αθέτηση πληρωμών των ΗΠΑ για ομόλογά τους θα είχε προφανώς καταλυτικές αρνητικές επιπτώσεις στις διεθνείς αγορές, καθώς και στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία, δεδομένου του μεγέθους του αμερικανικού χρέους. Αυτό κάνει απίθανη τη μη εξεύρεση μιας λύσης.
Ωστόσο, μόλις στις αρχές Μαΐου άρχισαν οι ουσιαστικές διεργασίες για να υπάρξει ένας συμβιβασμός του Λευκού Οίκου με τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ζητούν τη μείωση σειράς δαπανών για να δώσουν το «πράσινο φως» στην αύξηση του ορίου χρέους.
Ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, είχε ζητήσει από τους Ρεπουμπλικανούς να αυξηθεί το όριο χωρίς τους όρους που έθεταν για τη μείωση των δαπανών, αλλά στη συνέχεια, όταν είδε πως δεν υποχωρούν, μπήκε σε διαπραγμάτευση. Πολιτικά αυτή είναι δύσκολη, καθώς οι Ρεπουμπλικανοί ζητούν να τεθούν πρόσθετοι περιορισμοί για τη χορήγηση επιδόματος τροφής και άλλων κοινωνικών επιδομάτων σε οικονομικά αδύναμους Αμερικανούς πολίτες.
Ηταν όμως πάντα χρεωμένες οι ΗΠΑ;
Το μακρινό 1835 ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που εξοφλήθηκε όλο το έντοκο χρέος της αμερικανικής κυβέρνησης. Ο πρόεδρος Αντριου Τζάκσον, ο οποίος ήταν καχύποπτος απέναντι στις τράπεζες -ιδιαίτερα απέναντι στην Κεντρική Τράπεζα-, εκκαθάρισε τη γνωστή ως «Δεύτερη Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών» επιστρέφοντας στην κυβέρνηση την αρχική επένδυση συν ένα κέρδος. Η τράπεζα αυτή είχε δημιουργηθεί τον Απρίλιο του 1816, εν μέρει για να διαχειριστεί τα χρέη που είχε αναλάβει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατά τον πόλεμο του 1812.
Πότε θεσπίστηκε το πλαφόν στο όριο του χρέους;
Το πλαφόν στο χρέος θεσπίστηκε το 1917 για να διευκολύνει το υπουργείο Οικονομικών στην έκδοση ομολόγων χωρίς να χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση, ενόσω ο δανεισμός κινείτο κάτω από το ανώτατο επιτρεπτό όριο. Εκείνη την εποχή, το Κογκρέσο ενέκρινε την έκδοση περίπου 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αμερικανικά ομόλογα και άλλων 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε πιστοποιητικά χρέους, στο πλαίσιο του Second Liberty Bond Act. Οταν ο δανεισμός έφτανε στο επιτρεπτό όριο, έπρεπε η πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, να ψηφίσει για την αύξηση ή την προσωρινή αναστολή του. Η διαδικασία αυτή αποτελούσε μάλλον ρουτίνα τον προηγούμενο αιώνα. Από το 1960 έγιναν συνολικά 78 αυξήσεις στο όριο χρέους των ΗΠΑ, από τις οποίες οι 49 με Ρεπουμπλικανό και οι 29 με Δημοκρατικό Πρόεδρο.
Ποιος κατέχει το αμερικανικό χρέος;
Ο «αστικός χρηματιστηριακός μύθος» φέρει τον κινεζικό παράγοντα να κατέχει μεγάλο μέρος του αμερικανικού χρέους. Ωστόσο, περίπου το 19% του χρέους βρίσκεται στα χέρια της ίδιας της Fed. To 38,6% βρίσκεται στα χέρια Αμερικανών πολιτών και αμερικανικών θεσμικών επενδυτών. Το 9,2% ανήκει σε κρατικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς και συνταξιοδοτικά ταμεία. Το 3,8% βρίσκεται στα χέρια του στρατιωτικού συνταξιοδοτικού ταμείου. Τέλος, το 3,3%, ανήκει στο συνταξιοδοτικό ταμείο των δημοσίων υπαλλήλων των ΗΠΑ.
Πότε άλλοτε είχαμε «θρίλερ;»
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 1994, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του προέδρου Μπιλ Κλίντον, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν οκτώ έδρες στη Γερουσία και 54 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων, παίρνοντας τον έλεγχο και στα δύο σώματα. Οι εκλογές θεωρήθηκαν «συντηρητική επανάσταση». Ο Μπομπ Ντόουλ έγινε ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία και ο Νιουτ Γκίνγκριτς έγινε πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων. (Σήμερα, για παράδειγμα, οι Ρεπουμπλικανοί ελέγχουν μόνο τη Βουλή και μάλιστα με μικρή πλειοψηφία).
Οι νομοθέτες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεσμεύτηκαν να ψηφίσουν έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό ως μέρος αυτού που ονόμασαν «Συμβόλαιο με την Αμερική». Οι Ρεπουμπλικανοί της Βουλής έστειλαν στον Κλίντον έναν προϋπολογισμό που περιόριζε τις δαπάνες για τα εγχώρια προγράμματα, στον οποίο ο ίδιος άσκησε βέτο. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε πενθήμερο «λουκέτο» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Γκίνγκριτς απείλησε τότε να μην αυξήσει το όριο του χρέους, εκτός αν ο πρόεδρος Κλίντον υπέκυπτε στις απαιτήσεις για έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Ο Κλίντον απάντησε στην τελευταία πρόταση με ένα δεύτερο βέτο, το οποίο οδήγησε σε «λουκέτο» της κυβέρνησης για 21 ημέρες. Τελικά, οι Ρεπουμπλικανοί πέρασαν τον προϋπολογισμό που πρότεινε ο Κλίντον και επίσης ήραν το ανώτατο όριο του χρέους.
Υπήρξαν πάντως μοναδικές πτυχές σε αυτή την αντιπαράθεση. Ο Ντόουλ δεν ενδιαφερόταν να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση, καθώς ήταν υποψήφιος για την προεδρία το 1996 και δεν ήθελε να πιστωθεί πολιτικά την υπόθεση, ενώ ο «σκληροπυρηνικός Γκίνγκριτς», που δεν συμπαθούσε τον Ντόουλ, ήθελε να θεμελιώσει την κυριαρχία του στη συντηρητική πλευρά του κόμματος.
Η επόμενη φάση του «δράματος» ήρθε περίπου 15 χρόνια μετά. Οπως αναφέρθηκε, το 2011, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, εξελίχθηκε ένα θρίλερ με τους Ρεπουμπλικανούς να συμφωνούν στην αύξηση του χρέους δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία που το υπουργείο Οικονομικών περίμενε πως θα ξέμενε από χρήματα. Μολαταύτα, η διελκυστίνδα εκείνη είχε αντίκτυπο, με τις αμερικανικές μετοχές να σημειώνουν τη μεγαλύτερη μεταβλητότητα από την κρίση του 2008 και τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P να υποβαθμίζει το αξιόχρεο των ΗΠΑ για πρώτη και μοναδική φορά.
Αντίστοιχα, το 2013, όταν πρόεδρος ήταν πάλι ο Ομπάμα, η κωλυσιεργία των Ρεπουμπλικανών να συναινέσουν στην αύξηση του ορίου χρέους οδήγησε σε προσωρινή αναστολή λειτουργίας υπηρεσιών του Αμερικανικού Δημοσίου (shutdown). Το όριο του χρέους αυξήθηκε και επί προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς όμως εντάσεις, καθώς υπήρξε συμφωνία από την πλευρά των Δημοκρατικών.
Με πληροφορίες από Time, US Treasury Department, NPR, Economist
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου