Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου, 2023
Μέχρι το 1999 οι ενεργοί επενδυτές στο ελληνικό χρηματιστήριο είχαν φτάσει το 1,5 εκατομμύριο. Ο όρος μετοχές, άνοδος και πτώση μπήκε πιο έντονα στη ζωή των Ελλήνων, ώσπου το κραχ του 1999 και η απότομη πτώση στις τιμές των περισσότερων μετοχών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, οδήγησε τους επενδυτές σε εφιάλτη και σε δικαστικές διαμάχες για το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου» που κράτησαν χρόνια.
Είναι προηγηθεί η ραγδαία άνοδος των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, που λίγο αργότερα θα έμενε γνωστή ως «η φούσκα του Χρηματιστηρίου». Στη «φούσκα» αυτή οδήγησαν μία σειρά από οικονομικοί παράγοντες, όπως η άρση πολλών διεθνών περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, η ψηφιακή επανάσταση και το διαδίκτυο, η μείωση των καταθετικών επιτοκίων, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η μείωση του πληθωρισμού, η βελτιωμένη δημοσιονομική εικόνα της χώρας. Έτσι, δημιουργήθηκε η εικόνα για την ελληνική οικονομία που αποτελούσε τον τέλειο μανδύα για επενδύσεις. Άλλωστε, σε αυτό συνέβαλε και οι άνοδος και άλλων χρηματιστηρίων στο εξωτερικό.
Η ενασχόληση με το Χρηματιστήριο είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ
Η έναρξη της «φούσκας» απέφερε υψηλά κέρδη σε μικρό αριθμό επενδυτών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την προσέλκυση ολοένα και περισσότερων επενδυτών που επεδίωκαν να αντιγράψουν αυτή την επιτυχία. Το καλοκαίρι του 1999, η ενασχόληση με το χρηματιστήριο είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1.300 εταιρείες δραστηριοποιούνταν στο Χρηματιστήριο. Ενώ, λοιπόν, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών βρισκόταν στις 933 μονάδες τον Δεκέμβριο του 1996 έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 6.335 μονάδων στις 17 Σεπτεμβρίου 1999, καταγράφοντας αύξηση 579%. Ο όγκος των ημερήσιων συναλλαγών είχε ξεπεράσει τα 570 δισεκατομμύρια δραχμές (1,8 δισεκατομμύρια ευρώ), ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου έφτασε τα 212,8 δις ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 182% του ΑΕΠ.
Η πτώση στις τιμές των μετοχών ξεκίνησε τη Δευτέρα, 20 Σεπτεμβρίου 1999 αλλά έγινε ιδιαίτερα αισθητή από τις 23 Σεπτεμβρίου και μετά, με τον γενικό δείκτη να σημειώνει πτώση 12,7% σε 3 ημέρες και πτώση άνω των 1.000 μονάδων σε μία βδομάδα. Η καθοδική πορεία συνεχίστηκε μέχρι τον Μάρτιο του 2003, με τον γενικό δείκτη να έχει πέσει στις 1.467 μονάδες. Το κραχ ενισχύθηκε από τη μαζική συνειδητοποίηση ότι υπήρχαν μετοχές–«φούσκες», οι οποίες είχαν μεν υψηλή ονομαστική αξία, αλλά αυτό δεν είχε αντίκρυσμα σε πραγματική αξία βάσει της οικονομικής δραστηριοτήτας της εταιρείας.
Ποια είναι τα αίτια του κραχ
Τα χρηματιστηριακά κραχ είναι ένα γνωστό κοινωνικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποια εξωτερικά οικονομικά γεγονότα συνδυάζονται με την ψυχολογία της μάζας δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο όπου η πώληση μετοχών από κάποιους επενδυτές οδηγεί ακόμα περισσότερους επενδυτές στην πώληση μετοχών. Οι επενδυτές πουλάνε κάτω από συνθήκες πανικού ή βιασύνης επειδή νομίζουν ότι οι τιμές θα καταρρεύσουν. Στην περίπτωση του κραχ του 1999, πολλές από τις μετοχές εταιρειών που είχαν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών αποδείχτηκαν «φούσκες», δηλαδή μετοχές με πολύ υψηλές τιμές που δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματική αξία των εταιρειών, εφόσον αυτές είχαν ελάχιστη οικονομική δραστηριότητα και είχαν κύριο σκοπό τη δημιουργία μιας επίπλαστης ελκυστικής εικόνας στο Χρηματιστήριο. Το κοινωνικό φαινόμενο του χρηματιστηριακού κραχ συνέβη την ίδια περίοδο (τέλη 1999–αρχές 2000) σε πολλά χρηματιστήρια του εξωτερικού, όπως αυτά των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Αυτό αποδόθηκε στην εναπόθεση πολλών ελπίδων στην ψηφιακή επανάσταση ως πηγή αέναης ανάπτυξης και προόδου. Η διόγκωση της φούσκας ενισχύθηκε και από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, που εξυμνούσαν το χρηματιστήριο και καλλιεργούσαν μια υπέρμετρα θετική εντύπωση για τη μελλοντική εξέλιξη των δεικτών με σκοπό να καρπωθούν πολιτικά οφέλη.
Η φούσκα και το κραχ στην Ελλάδα είχαν ακόμα μεγαλύτερη ένταση απ’ ό,τι στο εξωτερικό, επειδή επενδύθηκαν πολλά χρήματα σε μετοχές μικρών εταιρειών της περιφέρειας που κατέρρευσαν ευκολότερα και επειδή υπήρχε σημαντικός βαθμός άγνοιας για τους ασφαλείς τρόπους ανάληψης ρίσκου και για τη φύση των διαφόρων επενδυτικών προϊόντων.
Αντιδράσεις και πολιτικός απόηχος του «σκανδάλου του Χρηματιστηρίου»
Οι αντιδράσεις για το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου» ήταν έντονες και προκάλεσαν πολιτικές αναταράξεις. Πολίτες διαδήλωναν έξω από το κτήριο του Χρηματιστηρίου στη Σοφοκλέους, ενώ πολιτικά στελέχη διαβεβαίωναν τους επενδυτές ότι τα προβλήματα και η πτώση που παρατηρείται ήταν κάτι το προσωρινό. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δήλωσε τον Οκτώβριο του 1999 στο Ελεγκτικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ ότι «σε ένα-δύο 24ωρα η κατάσταση στο Χρηματιστήριο θα έχει ομαλοποιηθεί», ενώ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου δήλωνε ακόμα και τον Απρίλιο του 2000, με τον γενικό δείκτη ήδη κάτω από 5.000 μονάδες, ότι «η περίοδος της νευρικότητας στο χρηματιστήριο έχει ημερομηνία λήξης, είναι η 9η Απριλίου, είναι η επανεκλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Εμείς, το ΠΑΣΟΚ είμαστε εγγυητές της ομαλής πορείας των αγορών».
Καθώς όμως η πτώση των δεικτών συνεχίστηκε και μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ τελικά κατέθεσε πρόταση μομφής κατά του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννου Παπαντωνίου, η οποία καταψηφίστηκε την 1η Φεβρουαρίου 2001 με 154 υπέρ και 125 κατά.
Η υπόθεση πήρε τελικά τον δρόμο της Δικαιοσύνης με επίσημη δικαστική διερεύνηση που οδήγησε στον έλεγχο 23 εταιρειών για χειραγώγηση μετοχών. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε εν τέλει το 2009 να παραπέμψει 67 άτομα σε δίκη. Με εφετειακό βούλευμα, οι κατηγορούμενοι μειώθηκαν σε 42.
Το εφετείο κατέληξε ομόφωνα το 2013 στην απαλλαγή και των 42 κατηγορουμένων για αδικήματα απάτης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την αθωωτική απόφαση το 2016. Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε το 2017 με μόνο 36 κατηγορούμενους, καθώς οι άλλοι έξι είχαν φύγει από τη ζωή. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων εκδίκασε την υπόθεση το 2018, απαλλάσσοντας τελεσίδικα όλους τους κατηγορούμενους με πλειοψηφική απόφαση 2 προς 1. Η Εισαγγελέας της έδρας άσκησε εκ νέου έφεση με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Πενταμελές Εφετείου Αθηνών, το οποίο, όμως, απέρριψε την έφεση ως αναιτιολόγητη κατά την έναρξη της διαδικασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου