Πέμπτη, 6/6/24
Πώς φτάσαμε από το διπλό μπέργκερ και τον ομώνυμο δείκτη στην απόφαση για την απαγόρευση χρήσης του «Big Mac» για τα μπέργκερ με κοτόπουλο στην ΕΕ
Ήταν το 1967 όταν ο franchisor της McDonald’s, Τζιμ Ντελιγκάτι, λάνσαρε σε ένα κατάστημα από τα πολλά που διατηρούσε στο Πίτσμπουργκ, μια γευστική καινοτομία: ένα διπλό μπέργκερ με δύο μπιφτέκια βοδινού κρέατος, μια signature σάλτσα, μαρούλι iceberg, μια φέτα τυρί, δύο πίκλες και ψιλοκομμένα κρεμμύδια, ανάμεσα σε τρεις φέτες ψωμάκι με σουσάμι.
Σήμερα το μπέργκερ αυτό φαντάζει λογικό και αναμενόμενο, τη δεκαετία του ’60 όμως, αποτέλεσε τη λύση του αμερικανικού κολοσσού απέναντι στον τοπικό ανταγωνισμό της αλυσίδας Big Boy Restaurants που από τη δεκαετία του 1940 έκανε λόγο για το δικό της «αξεπέραστο μπέργκερ», το Big Boy.
Το αντίπαλον δέος που επινόησε ο Ντελιγκάτι, έπρεπε να ήταν το ίδιο μεγαλειώδες για να πουληθεί προς 45 σεντς (σημερινή αντιστοιχία με 4.11 δολάρια), γι’ αυτό και αρχικά πήρε το όνομα «Aristocrat» και αργότερα το «Blue Ribbon Burger», χωρίς όμως τη δέουσα ανταπόκριση. Η αποτυχία οδήγησε στο τρίτο όνομα, Big Mac, που ήταν αυτό που έκρυβε μέσα του την αλήθεια: μεγάλο σε μέγεθος, με καταγωγή από τους ιδρυτές αδελφούς Richard και Maurice McDonald και αναφορές στο χαρακτηρισμό «φιλαράκι» («mac» στην αργκό).
Το όνομα αποδόθηκε από την Esther Glickstein Rose, μια 21χρονη γραμματέα διαφήμισης που εργαζόταν στα κεντρικά γραφεία της McDonald’s στο Oak Brook του Ιλινόις.
Η μητρική McDonald’s πείστηκε για την αποδοχή του Big Mac σε τοπικό επίπεδο και αποφάσισε να το ενσωματώσει σταδιακά στο εθνικό της μενού για όλα τα καταστήματα – όπερ και συνέβη ένα χρόνο μετά.
Σύμβολο
Το Big Mac, μαζί με πολλά άλλα προϊόντα της McDonald’s, σερβιρίστηκε αρχικά σε πτυσσόμενο χάρτινο δοχείο, το οποίο άλλαξε σε ένα δοχείο από αφρώδες πολυστυρένιο τύπου «clamshell» στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τα δοχεία από αφρώδες πολυστυρένιο καταργήθηκαν σταδιακά από το 1990 για λόγους περιβαλλοντικής ευθύνης.
Kατέληξε να διατίθεται σε περισσότερες από 100 χώρες σε όλο τον κόσμο και ένας από τους ευπώλητους κωδικούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά το γεγονός πως δεν επιβεβαιώνει με στοιχεία η μητρική εταιρεία, πωλούνται περισσότερα από 550 εκατομμύρια Big Macs στις ΗΠΑ ετησίως.
Η αποδοχή του έχει οδηγήσει ώστε να χρησιμοποιείται συχνά ως σύμβολο του αμερικανικού καπιταλισμού, ενώ ταυτίστηκε με τα περίφημα Burgernomics, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αποτυπώνεται η κρίση κόστους ζωής με ένα Bic Mac σε διαφορετικές χώρες.
Η οικονομία του μπέργκερ
Ο περίφημος δείκτης Big Mac είναι μια έρευνα που δημιουργήθηκε από το περιοδικό «The Economist» το 1986 για τη μέτρηση της ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης μεταξύ των εθνών, χρησιμοποιώντας την τιμή ενός Big Mac των McDonald’s ως σημείο αναφοράς.
Η ισοτιμία αγοραστικής δύναμης είναι μια οικονομική θεωρία που αναφέρει ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες με την πάροδο του χρόνου θα πρέπει να κινούνται προς την κατεύθυνση της ισότητας μεταξύ των εθνικών συνόρων στην τιμή που χρεώνεται για ένα πανομοιότυπο καλάθι αγαθών. Σε αυτή την περίπτωση, το καλάθι αγαθών είναι ένα Big Mac.
Μια από τις βασικές ιδέες του δείκτη Big Mac είναι ότι ένα καλάθι αγαθών σε μια χώρα σπάνια μπορεί να αντιγραφεί με ακρίβεια σε μια άλλη χώρα. Για παράδειγμα, ένα αμερικανικό καλάθι με είδη παντοπωλείου και ένα ιαπωνικό καλάθι με είδη παντοπωλείου θα περιέχουν πιθανότατα πολύ διαφορετικά προϊόντα. Ένα Big Mac, ωστόσο, είναι πάντα ένα Big Mac, παρά τις μικρές τοπικές διαφορές στα συστατικά.
Οι συντάκτες του Economist τονίζουν ότι ο δείκτης δεν πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη. «Τα Burgernomics δεν προορίζονταν ποτέ ως ακριβής μετρητής της νομισματικής ανισορροπίας, απλώς ένα εργαλείο για να γίνει η θεωρία των συναλλαγματικών ισοτιμιών, πιο εύπεπτη», επεσήμαναν.
Παρ’ όλα αυτά, ο δείκτης Big Mac έχει γίνει παγκόσμιο πρότυπο σύγκρισης τιμών σε 54 χώρες. Τα στοιχεία του Ιανουαρίου, αναφέρουν πως με 8,17 δολάρια, η Ελβετία έχει τα πιο ακριβά Big Mac στον κόσμο, ενώ το κόστος ενός Big Mac ήταν 5,69 δολάρια στις ΗΠΑ και 5,87 δολάρια στη ζώνη του ευρώ.
Τι συμβαίνει με το κοτόπουλο
Κατά καιρούς λανσαρίστηκαν διαφορετικές εκδοχές του Big Mac, ανάλογα και με τις τοπικές γευστικές συνήθειες. Ανάμεσά τους, τo Chicken Big Mac αποτέλεσε μία εκδοχή όπου το μοσχαρίσιο μπιφτέκι έδινε τη θέση του στο κοτόπουλο και μπαινόβγαινε σε μενού σε όλο τον κόσμο, σαν προϊόν ιδιαίτερης περίστασης ή σεζόν.
Μάλιστα, το 2022 στην Ιρλανδία η McDonald’s είχε ανακοινώσει πως θα το αποσύρει καθώς δεν μπορούσαν τα καταστήματα να ανταποκριθούν στη μεγάλη ζήτηση. Ενώ ύστερα από κάποιους μήνες σιωπής, επέστρεψε στη Βρετανία τον περασμένο Απρίλιο. Αυτή η μη τακτική και με συνέχεια διάθεση των προϊόντων, φαίνεται πως ήταν και εν τέλει βλαπτική.
Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου που εδρεύει στο Λουξεμβούργο επικεντρώθηκε στην προσπάθεια της Supermac το 2017 να ανακαλέσει τη χρήση από τη McDonald’s του ονόματος «Big Mac» που είχε καταχωρίσει η αμερικανική εταιρεία το 1996 για προϊόντα και υπηρεσίες κρέατος και πουλερικών που παρέχονται σε εστιατόρια.
Το Γραφείο Πνευματικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) απέρριψε την αίτηση ανάκλησης της Supermac και επιβεβαίωσε τη χρήση του όρου από τη McDonald’s για σάντουιτς με κρέας και κοτόπουλο, με αποτέλεσμα η ιρλανδική εταιρεία να αμφισβητήσει την απόφαση.
Η Supermac’s, η οποία άνοιξε τα πρώτα της εστιατόρια στο Γκάλγουεϊ το 1978, πουλά μπιφτέκια με βοδινό και κοτόπουλο, καθώς και τηγανητές κοτομπουκιές και σάντουιτς.
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της McDonald’s και ακύρωσε εν μέρει και τροποποίησε την απόφαση του EUIPO.
«Η McDonald’s χάνει το εμπορικό σήμα της ΕΕ Big Mac όσον αφορά τα προϊόντα πουλερικών», αποφάνθηκαν οι δικαστές.
«Η McDonald’s δεν έχει αποδείξει πραγματική χρήση εντός μιας συνεχούς περιόδου πέντε ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες», ανέφερε η διακστική απόφαση.
Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ανώτατο δικαστήριο της Ευρώπης. Ο.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου