Σάββατο, 20 Ιουλίου, 2024
Του Δρα Σταύρου Οικονομίδη*
Μεταξύ Ζακύνθου και Πελοποννήσου, υπάρχει ένα λιλιπούτειο νησιωτικό σύμπλεγμα αποτελούμενο από δύο νησίδες και κάμποσους υφάλους και σκοπέλους τριγύρω. Λέγονται Στροφάδες ή Στροφάλια αλλά και στο μακρινό παρελθόν και Πλωτές Νήσοι και είναι νησίδες με χαμηλή επιφάνεια της τάξης των δεκαπέντε με είκοσι μέτρων μέγιστο υψόμετρο, μικρή έκταση και δύσκολη πρόσβαση, λόγω των σφοδρών ανέμων, των επικίνδυνων στροβιλισμών των θαλάσσιων ρευμάτων και των κοφτερών βράχων που μόλις εξέχουν από τα νερά. Ενώ είναι γνωστότερες οι δυο μεγαλύτερες νησίδες, η Σταμφάνη και η Αρπυια, υπάρχουν κάπου στους τριάντα άλλους βράχινους και πολύ χαμηλούς σχηματισμούς στην περιοχή, μη έχοντας, όμως, κανένα άλλο μεγαλύτερο νησί κοντά τους οι Στροφάδες απέκτησαν από την αρχαιότητα φήμη δυσπρόσιτου και δυσοίωνου τόπου παρ’ όλο που η θέση τους τις κατέστησε το πιο σημαντικό ορόσημο για τους ναυτιλομένους που διέπλεαν επί χιλιετίες με τα ιστιοφόρα τους σκάφη το Ιόνιο από και προς την Αδριατική.
Ο Απολλώνιος Ρόδιος, ο συγγραφέας των Αργοναυτικών, αναφέρει μια παράξενη ιστορία που συνδέει την Αργοναυτική Εκστρατεία του Ιάσονα με τις μοναχικές νησίδες του Ιονίου. Προκειμένου ο Ιάσονας να μάθει από τον Φινέα τον κατάλληλο τρόπο για να διασχίσει τις Συμπληγάδες Πέτρες, κατόρθωσε να τον απαλλάξει από την καταδίωξή του από τις Αρπυιες, τα φτερωτά όρνεα με πρόσωπο γυναικών, την Αελλώ, την Ωκυθόη και την Κελαινώ, κυνηγώντας τες μέχρι τις Στροφάδες Νήσους, περιορίζοντάς τες εκεί, χάρη στη βοήθεια των Βορεάδων. Κάποιοι δευτερεύοντες αρχαίοι θρύλοι έλεγαν ότι οι Βορεάδες εξόντωσαν τα τρομερά θηρία αλλά στην Αινειάδα του ο Βιργίλιος αφηγείται ότι ο έκπτωτος Τρώας φυγάς Αινείας στο ταξίδι του προς αναζήτηση νέας πατρίδας συνάντησε στις Στροφάδες τις Αρπυιες, πολέμησε με τους στρατιώτες του τα τερατώδη πουλιά και τελικά τα νίκησε, με την Κελαινώ να του προβλέπει ότι θα έβρισκε την ιδανική νέα πατρίδα στο Λάτιο της Ιταλίας.
Στο ψυχικό ασυνείδητο των ανθρώπων της θάλασσας οι Στροφάδες είχαν εμπλακεί με αμφιλεγόμενους και σκοτεινούς μύθους και τις φαντάζονταν ως τη Γη των Μακάρων και τις Μακαρίες Νήσους, τον έσχατο τόπο στον οποίο έβρισκαν ανάπαυση οι ψυχές των ενάρετων. Οι πυκνές ομίχλες που σηκώνονται αργά το φθινόπωρο αλλά και κάποιες νύχτες, ξαφνικά, μέσα στο καλοκαίρι, έκαναν τις Στροφάδες επικίνδυνα αόρατες. Η χαμηλή τους επιφάνεια δεν φαινόταν μέσα στην καταχνιά και το σκοτάδι παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά και οι πρώτοι σκόπελοι χτυπούσαν τις πλώρες των ξύλινων πλοίων βουλιάζοντάς τα. Από μακριά η ξηρά έμοιαζε να είναι σαν συνέχεια της θάλασσας και γι’ αυτό τις έλεγαν και Πλωτές Νήσους. Σπάνια όμως ναυτικοί που σύχναζαν σε εκείνα τα νερά να είχαν άγνοια της ύπαρξής τους. Τα ναυάγια οφείλονταν τις περισσότερες φορές στους ανέμους που έσπρωχναν τα πλοία στους σκοπέλους των Στροφάδων.
Από τη μια ορόσημο για τους ναυτικούς και από την άλλη επικίνδυνα μέρη στα οποία ναυαγούσαν κάποια πλοία, οι Στροφάδες με τις σκοτεινές τους ιστορίες της αρχαιότητας συνέχισαν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ναυτοσύνης του Ιονίου και της Αδριατικής μέχρι τα νεότερα χρόνια και δείχνοντας τον δρόμο στο θαλάσσιο πέρασμα σε μακρινά μέρη, έως το Caput Adriae, την Κεφαλή της Αδριατικής και τις εκβολές των μεγάλων και διαπλεύσιμων ποταμών, όπως του Πάδου και του Τίμαβο. Ο ρόλος των νησίδων ως σημείο αναφοράς και πυξίδα για τα πλοία που ναυσιπλοούσαν ακτοπλοϊκά για να αποφεύγουν τα ανοιχτά πελάγη και το μέτωπο σε αντίθετους ανέμους δεν περιοριζόταν εδώ αλλά όταν οι καιρικές συνθήκες επέτρεπαν την προσέγγιση των σκαφών σε αυτές οι ναυτικοί κατόρθωναν να πάρουν προμήθειες καθώς η Στροφάλια διέθετε άφθονο νερό πολύ καλής ποιότητας. Λιγότερο σήμερα, περισσότερο στους περασμένους αιώνες, οι Στροφάδες ήταν κατάφυτες, παρουσιάζοντας εικόνα τροπικού περιβάλλοντος. Το ότι είναι πέρασμα χιλιάδων μεταναστευτικών πουλιών δημιούργησε τον θρύλο με τις Αρπυιες αλλά ταυτόχρονα έδινε τη δυνατότητα στους περαστικούς ναυτικούς να κυνηγήσουν φρέσκια τροφή που θα έτρωγαν ή που θα πάστωναν για τις ανάγκες του ταξιδιού τους. Επίσης, εφόσον ξεπερνούσαν τις καιρικές συνθήκες και ήταν αρκετά τυχεροί για να μην βρουν αντίθετους ανέμους, οι νησίδες μπορούσαν να γίνουν από επικίνδυνες βοηθητικές.
Η Δυτική Ελλάδα, με τις ακτές της, τα λιμάνια της και τα νησιά της, υπήρξε από πολύ νωρίς εφαλτήριο για ναυτικά ταξίδια προς την Εσπερία, δηλαδή την ιταλική χερσόνησο κυρίως αλλά και την Κεντρική Ελλάδα μέσα από τα μεγάλα ποτάμια που διαρρέουν τα εδάφη της σημερινής επαρχίας της Βενετίας, της Σλοβενίας και της Κροατίας. Από τη Δυτική Ελλάδα έφευγαν τα πλοία των Μυκηναίων ναυτικών για να αναζητήσουν τα σπάνια κράματα των μετάλλων που έβρισκαν στους οικισμούς των μεταπρατών μεταλλουργών του ιταλικού βορρά, ενώ στη Δυτική Ελλάδα κατέληγαν τα προϊόντα των ταξιδιών τους, μαζί με τα κράματα του χαλκού, το σπάνιο ήλεκτρο με προέλευση την μακρινή Υπερβορεία, δηλαδή τη Σκανδιναβική χερσόνησο και την Βαλτική θάλασσα. Η Ελλάδα είναι φτιαγμένη έτσι ώστε τα πλοία να βλέπουν πάντοτε στον ορίζοντα νησιά και σκοπέλους και να τα χρησιμοποιούν για ορόσημα ή σταθμούς ανεφοδιασμού.
Είναι έτσι σχηματισμένη η γεωλογία της Ελλάδας που η προϊστορική ναυτιλία διαμορφώθηκε σε ένα περιβάλλον που την ευνοούσε. Είναι γέφυρες και προγεφυρώματα τα νησιά, μικρά και μεγάλα, κατοικημένα και έρημα για να περνούν τα πλοία ανάμεσά τους και για να ορίζουν τους διάπλους από ακτή σε ακτή. Ηδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. η Δυτική Ελλάδα έχει τον ρόλο της επικοινωνίας με τις απέναντι σικελικές και ιταλικές ακτές, ενώ ακόμα και οι Μινωίτες ναυτικοί απέφευγαν να διαπλεύσουν κατευθείαν από το νησί τους στη Σικελία, αλλά αντίθετα κατευθύνονταν προς τη Δυτική Πελοπόννησο και από ακτή σε ακτή προσέγγιζαν τα όρια του Ιονίου με την Αδριατική, εκεί που τα στενά του Οτράντο δεν ξεπερνούν τα 60 ναυτικά μίλια, για να περάσουν στα δυτικά με ασφάλεια.
Επειτα, όταν με άγνωστο πόσα ναυάγια και αποτυχημένες προσπάθειες οι τολμηροί ναυσιπλόοι έμαθαν να ορίζουν τις θαλάσσιες πορείες τους σε αυτόν τον δρόμο, ανακάλυψαν και τις βόρειες διαδρομές, ανάμεσα στα πολυάριθμα νησιά και νησίδες του Ιονίου για να αρχίσουν να κάνουν ακόμα πιο παράτολμα τα ταξίδια τους και να μαθαίνουν τα μυστικά των ανέμων και των ρευμάτων. Οι ετήσιες περιοδικές αλλαγές και μεταστροφές των ανέμων σε Ιόνιο και σε Αδριατική ξεκλείδωσαν τα μυστικά εκείνης της ιστιοπλοϊκής δραστηριότητας η οποία στηρίχθηκε στη γνώση της ωρολογιακής και αντιωρολογιακής φοράς των ανέμων που επέτρεπαν η πρώτη την κάθοδο και η δεύτερη την άνοδο αυτής της διαδρομής.
Οι Στροφάδες είναι οι πρώτες νησίδες που σηματοδοτούσαν την εκκίνηση των θαλάσσιων διαδρομών προς και από την Εσπερία, αρχικά μυθική περιοχή συνδεδεμένη με σωρεία μύθων όπως εκείνων του Διομήδη, του Αγήνορα, της Μαντούς κόρης του Τειρεσία και ιδρύτριας της πόλης Μάντοβας της Βόρειας Ιταλίας, του Φαέθοντα που έπεσε με το άρμα του στον Ηριδανό/Πάδο, καθώς και του πολυμήχανου Οδυσσέα που τροφοδότησε με τις περιπέτειές του στα δυτικά της Ελλάδας έπη και πολυάριθμους θρύλους. Στα ανοιχτά της Ηλιδας και όχι πολύ μακριά από την περιοχή της Ολυμπίας, εκκινούσε ένα από εκείνα τα πολύτροπα δρομολόγια με τα ιστιοφόρα σκάφη των Μυκηναίων εμπόρων που αναζητούσαν πίσσα εκτός από τα κράματα των μετάλλων και πολύτιμα απολιθώματα σαν το ήλεκτρο. Στα Επτάνησα αφθονούσε (και αφθονεί και σήμερα) το πετρέλαιο, με κύριες πηγές στα ενδότερα της Ζακύνθου. Δεν είναι το πετρέλαιο «μαύρος χρυσός» μόνο στις μέρες μας αλλά και στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π. Χ. καθώς με την πίσσα καλαφάτιζαν τα ξύλινα σκάφη τους οι αρχαίοι ναυτικοί και οι τεχνίτες που τους συνόδευαν στα παράτολμα ταξίδια τους. Οι ανάγκες για την ανεύρεση και την κατανάλωση αυτού του υλικού ήταν απαιτητικές εφόσον τα πλοία καλαφατίζονταν δύο φορές τον χρόνο, πριν την καθέλκυσή τους την Ανοιξη και μετά τον παροπλισμό τους στα μέσα του Φθινοπώρου. Ετσι, από το πετρελαιοφόρο Ιόνιο οι Μυκηναίοι προμηθεύονταν την πίσσα για τα καράβια τους, ανανέωναν την τροφή για τα πληρώματά τους, εξύφαιναν και καθόριζαν τις διαδρομές τους και έκαναν εμπόριο.
Ποτέ δεν έπαψαν οι Στροφάδες να έχουν κορυφαίο ρόλο στη ναυσιπλοϊα και η σημασία τους παρέμεινε απαράλλαχτη έως τη νεότερη εποχή και την κατάργηση των ιστιοφόρων. Αν για την Προϊστορία έχουμε μυθολογικές νύξεις και αρχαιολογικά ίχνη, για τον Μεσαίωνα και για τα τελευταία χίλια χρόνια έχουμε πιο απτά στοιχεία για τις Στροφάδες τα οποία προέρχονται από καταγεγραμμένες περιγραφές, από σωσμένες μαρτυρίες στα πλούσια αρχεία της Βενετίας, στους βυζαντινούς χρονογράφους και στους εκατοντάδες Ευρωπαίους περιηγητές που όργωναν το Ιόνιο Πέλαγος. Ενας πολύ παλιός θρύλος των Καθολικών έλεγε ότι όταν Βενετοί μετέφεραν το λείψανο του Αγίου Μάρκου από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στη Βενετία μια σκοτεινή και ομιχλώδη νύχτα του 829, το πλήρωμα του πλοίου αποκοιμήθηκε και δεν είδε ότι κατευθυνόταν από τα ρεύματα πάνω στις ξέρες των Στροφάδων. Ο Αγιος Μάρκος, όμως, εμφανίστηκε στον καπετάνιο και τον ειδοποίησε εγκαίρως. Αν και δεν πρόκειται παρά για θρύλο είναι σαφώς ο παλαιότερος στον οποίο περιγράφεται το επικίνδυνο περιβάλλον του νησιωτικού συμπλέγματος κατά τη μετά Χριστόν εποχή. Φαίνεται ότι ακόμα δεν είχε εγκατασταθεί φάρος στη Σταμφάνη, κάτι που αλλάζει με την ολοένα και μεγαλύτερη ναυτική επιρροή στο Ιόνιο της θαλασσοκράτειρας Βενετίας. Στο Υστερο Βυζάντιο και σε ταραγμένες εποχές ενός ανταγωνισμού μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας, φέρεται να ιδρύεται η παλαιότερη Μονή στις Στροφάδες, από τον ηγεμονικό οίκο των Λασκάρεων της Νίκαιας, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί με βεβαιότητα ακόμα. Το μοναστήρι αφιερώθηκε στη Θεοτόκο της Πάντων Χαράς και τούτη είναι η παλαιότερη γνωστή μόνιμη κατοίκηση στις νησίδες. Οι παλαιοί ναυτικοί υποστήριζαν ότι προηγουμένως στις Στροφάδες σύχναζαν πειρατές και κουρσάροι και το μοναστήρι χτίστηκε όχι απλά για θρησκευτικούς λόγους αλλά κυρίως για πρόσχημα εγκατάστασης παρατηρητών του αρχιπελάγους οι οποίοι μετέδιδαν σήματα σε παραπλέοντα πλοία και τις ξάστερες νύχτες στις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου και της Ζακύνθου, όταν ήταν ανάγκη κατάλληλης πληροφόρησης των Αρχών.
Το μοναστήρι των Στροφάδων, που στο πέρασμα των αιώνων εξακολούθησε να υπάρχει και να επιβιώνει επαξίως των αφιερωμένων του φυλάκων, των μοναχών, μετονομάστηκε σε Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως και μετά τον θάνατο του διασημότερου ηγουμένου του, του Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου, σε Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου. Οι τύχες του ήταν συνδεδεμένες με τη Βενετία, όταν πλέον δεν υπήρχε Βυζάντιο, στα τέλη του 15ου αιώνα. Η Βενετία δεν άργησε να μετατρέψει το μοναστήρι σε πανίσχυρο οχυρό, με πύργο και τείχη, να μεταφέρει κανόνια και πολεμοφόδια και να εξασφαλίσει τις γενιές μοναχών που το υπηρέτησαν άοκνα. Εντύπωση προκαλεί ότι σε αυτό το παράδοξο καστρομονάστηρο του Ιονίου λειτούργησε εργαστήρι αντιγραφής χειρογράφων, βυζαντινών και αρχαίων, ότι υπήρχε διακίνηση αυτών των αντιγράφων με την ηπειρωτική χώρα και το εξωτερικό, ότι στελεχώθηκε από λογίους και σοφούς ανθρώπους που βοήθησαν στη δημιουργία πλούσιας βιβλιοθήκης. Το μοναστήρι των Στροφάδων αποτέλεσε αληθινό Παρθενώνα πολιτισμού σε ένα σταυροδρόμι θαλάσσιων δρόμων και παρά την φυσική του απομόνωση.
Περιηγητές, έμποροι, ιερείς Ορθόδοξοι και Καθολικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί άνδρες, άφησαν στα ημερολόγιά τους σύντομες εντυπώσεις για τις Στροφάδες την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας σε Ιόνιο και σε Αιγαίο. Είναι τόσο διαχρονικές αυτές οι περιγραφές γεμάτες ιστορίες με πειρατές, με πολιορκίες των Οθωμανών, με απαγωγές και με εκτελέσεις και μαρτύρια των μοναχών από τον κάθε στόλο που περνούσε στα ανοιχτά των Στροφάδων που τα καθιστούν το πιο γνήσιο ιστορικό μνημείο όλου του Ιονίου και της Δυτικής Ελλάδας. Κάθε φορά που καταστρεφόταν η Μονή πάλι βρίσκονταν χρήματα για να ξαναχτιστεί. Κάθε φορά που οι μοναχοί χάνονταν σε άγριες συμπλοκές με πειρατές νέοι έρχονταν να αφιερώσουν τις ζωές τους ή κατόρθωναν να επιστρέψουν έχοντας δραπετεύσει από τα δουλεμπορικά και τα σκλαβοπάζαρα. Ηταν μοναχοί-πολεμιστές, εκπαιδευμένοι να κανονιοβολούν, να πυροβολούν και να συμπλέκονται σε μάχες σώμα με σώμα. Είχαν μετατρέψει τη Σταμφάνη σε έναν παραδείσιο κήπο, με καρποφόρα δέντρα και χωράφι. Σύμφωνα με πολλούς περιηγητές που πέρασαν από τις Στροφάδες μεταξύ του 17ου και του 19ου αιώνα, οι μοναχοί έδιναν τρόφιμα και νερό στα τίμια καράβια χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Τις δικές τους ανάγκες σε οικοδομικά υλικά για τις επιδιορθώσεις των κτιρίων τις λάμβαναν μέσω Ζακύνθου από τις βενετικές Αρχές, ενώ ισχυρός πύργο-φάρος χτίστηκε από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια της δικής τους κατοχής των Επτανήσων, στις αρχές του 19ου αιώνα.
Προσεύχονταν και λειτουργούσαν τον ναό και μετρούσαν χειμώνες και καλοκαίρια έως το τέλος της ζωής τους. Ποιες ήταν όλες εκείνες οι στρατιές μοναχών; Εκτός από τα ονόματα των ηγουμένων των Στροφάδων η μακρά θεωρία των μοναχών που έδωσαν ζωή στη νησίδα θα παραμείνει ανώνυμη. Τελευταίος ερημίτης μοναχός των Στροφάδων ήταν ο πατήρ Γρηγόριος, που πέθανε το 2017 αφήνοντας με την τελευτή του τελείως έρημο το αρχαίο μοναστήρι, πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες.
Εχουμε συνδέσει τα σπουδαία ορόσημα της Ιστορίας με αρχαίους ναούς, πόλεις και άλλα μνημεία. Σπάνια αντιλαμβανόμαστε ότι μνημεία της Ιστορίας μπορούν να είναι και οι ίδιοι οι τόποι επάνω στους οποίους πλέχτηκαν θρύλοι, μύθοι, χρονικά και μακραίωνες παρουσίες των ανθρώπων που έκαναν τους τόπους μνημεία. Οι περισσότεροι τέτοιοι τόποι παραμένουν άγνωστοι ή ελάχιστα φωτισμένοι. Ευχόμαστε να αναγνωριστούν αυτοί οι τόποι και να διδάσκουν με το ένδοξο και περιπετειώδες παρελθόν τους τις ερχόμενες γενιές Ελλήνων που θα αγαπήσουν σθεναρά την Ελλάδα.
* Δρ Σταύρος Οικονομίδης, Adjunct Professor of Greek Archaeology Arcadia University, Glenside, USA, διευθυντής της Ελληνοαλβανικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Τριεθνές των Πρεσπών
ekedimos@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου