Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
Η επίτευξη μιας συμφωνίας που θα αποτρέψει μια γενικευμένη σύγκρουση αποτελεί κρίσιμο στόχο για την ΕΕ και τις ΗΠΑ
Παναγιώτης Ε. Πετράκης
Η εμπορική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται πως εισέρχεται σε μια νέα, δυνητικά κρίσιμη φάση, με τους κινδύνους μιας ευρείας κλίμακας εμπορικής σύγκρουσης να αυξάνονται, όπως σημειώνει η Oxford Economics σε νέα της ανάλυση (21 Νοεμβρίου 2024). Χώρες όπως η Γερμανία, η Φινλανδία και οι οικονομίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εμφανίζονται ιδιαίτερα ευάλωτες σε ενδεχόμενη ενίσχυση του προστατευτισμού από τις ΗΠΑ. Η υψηλή εξάρτηση αυτών των χωρών από το διμερές εμπόριο με τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες οικονομικές πιέσεις που έχουν δεχθεί, τις καθιστούν ευπαθείς σε νέα εμπορικά σοκ. Στην περίπτωση της Γερμανίας και της Φινλανδίας, η πρόσφατη συρρίκνωση της ζήτησης από μεγάλες αγορές όπως η Κίνα και η Ρωσία έχει επιτείνει την εξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας τις δυνητικά εκτεθειμένες σε νέους δασμούς και εμπορικά μέτρα.
Η αυτοκινητοβιομηχανία είναι ένας από τους τομείς που προβλέπεται να βρεθούν στο στόχαστρο πιθανών αμερικανικών μέτρων. Οι εξαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ σημαντικό μέρος της ζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή ευρωπαϊκών εταιρειών. Ωστόσο, με τη θεσμοθέτηση δασμών ύψους 25% στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, ο αντίκτυπος θα ήταν ιδιαίτερα επώδυνος για οικονομίες όπως η Γερμανία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία, όπου οι εξαγωγές αυτοκινήτων αντιστοιχούν στο 1%-2% του ΑΕΠ.
Η εμπειρία της προηγούμενης εμπορικής σύγκρουσης μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας υποδηλώνει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν κατάφεραν να επωφεληθούν σημαντικά από τις αλλαγές στις ροές εμπορίου. Αν και παρατηρήθηκε ανακατεύθυνση των εμπορικών ροών, οι γεωγραφικά εγγύτερες προς τις ΗΠΑ και την Κίνα χώρες, όπως το Μεξικό και το Βιετνάμ, φαίνεται να αποκόμισαν τα μεγαλύτερα οφέλη. Η απουσία αισθητής αύξησης των εξαγωγών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, παρά την επιβολή δασμών σε κινεζικά προϊόντα, δείχνει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αντικατάσταση των κινεζικών αγαθών στην αμερικανική αγορά. Αντίθετα, σε περίπτωση νέας κλιμάκωσης, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να εκτοπιστούν τόσο στην εγχώρια όσο και στις διεθνείς αγορές από Κινέζους ανταγωνιστές, που ενδέχεται να στραφούν σε νέες αγορές με την υποστήριξη κρατικών επιδοτήσεων και μειωμένων περιθωρίων κέρδους.
Η στρατηγική της EE για την αποτροπή μιας ευρείας εμπορικής σύγκρουσης με τις ΗΠΑ περιλαμβάνει πολλαπλές επιλογές (Oxford Economics, 21 Νοεμβρίου 2024). Μία πιθανή προσέγγιση αφορά την ενίσχυση των εισαγωγών αμερικανικών ενεργειακών πόρων και αμυντικού εξοπλισμού, γεγονός που θα μπορούσε να μειώσει το σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε περίπου $200 δις ετησίως. Παράλληλα, η αυξανόμενη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου και πετρελαίου παρέχει την ευκαιρία για ενίσχυση της συνεργασίας στους τομείς αυτούς, ιδίως μετά τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία. Η υιοθέτηση αυτής της στρατηγικής θα μπορούσε να συμβάλει στη γεφύρωση του εμπορικού χάσματος και να προσφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες ισχυρότερα κίνητρα για την αποφυγή γενικευμένων δασμών.
Παράλληλα, η ΕΕ θα μπορούσε να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες, οι οποίες έχουν βρεθεί στο επίκεντρο ρυθμιστικών ελέγχων και προστίμων τα τελευταία χρόνια. Η χαλάρωση της ρυθμιστικής πίεσης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό εργαλείο, προκειμένου να αποφευχθούν μέτρα που θα πλήξουν κρίσιμους ευρωπαϊκούς κλάδους.
Ένας άλλος παράγοντας που περιπλέκει τις διμερείς σχέσεις είναι η εφαρμογή του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), που προγραμματίζεται να τεθεί σε ισχύ το 2026. Η επιβολή αυτού του μηχανισμού θα προσθέσει νέους δασμούς σε εισαγωγές από χώρες χωρίς σύστημα εμπορίας εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Αν και το CBAM αφορά περιορισμένους κλάδους, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα λιπάσματα, η επίπτωσή του στις διατλαντικές σχέσεις θα μπορούσε να είναι δυσανάλογη. Ωστόσο, η ΕΕ έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ειδικές εξαιρέσεις στις ΗΠΑ, προκειμένου να αποφευχθούν αντίποινα που θα επηρέαζαν ευρύτερους τομείς του εμπορίου.
Σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν και κλιμακωθούν οι εντάσεις, η επιβολή δασμών 20% στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ και αντιστοίχων δασμών από τις ΗΠΑ στην ΕΕ θα είχε σοβαρές συνέπειες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Oxford Economics, η ευρωπαϊκή οικονομία θα μπορούσε να συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 1% έως το 2030, ενώ οι πιο εκτεθειμένες οικονομίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και των βόρειων χωρών, θα υποστούν απώλειες από 1,5% έως 2% του ΑΕΠ. Οι οικονομικές συνέπειες θα επεκτείνονταν πέρα από τις άμεσες εμπορικές συναλλαγές, επηρεάζοντας επίσης τις διασυνδεδεμένες αλυσίδες εφοδιασμού και τις επενδύσεις.
Η επίτευξη μιας συμφωνίας που θα αποτρέψει μια γενικευμένη σύγκρουση αποτελεί κρίσιμο στόχο για την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Με δεδομένο το αμοιβαίο οικονομικό όφελος από τη διατήρηση ανοικτών εμπορικών σχέσεων, είναι πιθανό να επιδιωχθεί ένας συμβιβασμός που θα ενισχύει τη συνεργασία σε ενεργειακά και βιομηχανικά θέματα, ενώ θα περιορίζει τις εμπορικές εντάσεις σε συγκεκριμένους τομείς.
Ο.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου