Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου, 2025
Οι οικονομολόγοι δηλώνουν κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για αλυσιδωτές επιπτώσεις από τις εξελίξεις στη Γερμανία και στη Γαλλία που θα συμπαρασύρουν ολόκληρη την ΕΕ
2024 σηματοδότησε την αρχή ενός κύκλου αναταραχών για την ευρωζώνη, με τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της, τη Γαλλία και τη Γερμανία, να αντιμετωπίζουν πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις, που είχαν ως αποτέλεσμα καμά από τις δύο να μην έχει προϋπολογισμό για το νέο έτος.
Οι οικονομολόγοι δηλώνουν προβληματισμένοι και ανήσυχοι για τις εξελίξεις στα χαρατογράφητα νερά που έχουν μπει οι δύο χώρες και προειδοποιούν ότι η απουσία ανάπτυξης, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και η πολιτική αδιαλλαξία θα έχουν αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της ευρωζώνης που κινδυνεύει να απωλέσει τη θέση της στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Επισημαίνουν, δε, ότι τώρα δεν είναι όπως την περίοδο της ελληνικής κρίσης, που ήταν μια μικρή οικονομία σε σύγκριση με τη γαλλική και τη γερμανική.
Ευρωζώνη: Ποιες είναι οι 2 μεγάλες απειλές του 2025
Δεν είναι όπως με την ελληνική κρίση
«Η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική από την προηγούμενη κρίση [κρατικό χρέος] στο βαθμό που τα πιο έντονα προβλήματα της Ευρώπης δεν συγκεντρώνονται πλέον σε μικρότερες οικονομίες όπως η Ελλάδα. Αντίθετα, είναι οι δύο πιο σημαντικές οικονομίες της Ευρώπης που αγωνίζονται», σημείωνε τις προηγούμενες μέρες ο Neil Shearing, επικεφαλής οικονομολόγος στην Capital Economics.
«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει συνεχή παρακμή χωρίς θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα της», είπε ο αναλυτής, σημειώνοντας ότι εάν δεν μεριμνήσει για αυτό, «είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από το συμπέρασμα ότι το μέλλον της Ευρώπης είναι ένα μέλλον με πολύ χαμηλή ανάπτυξη, συνεχιζόμενες ανησυχίες για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και φθίνουσα αίσθηση της θέσης της σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από έναν ανταγωνισμό υπερδυνάμεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας».
Χωρίς προϋπολογισμούς
Οπως έχουν τα πράγματα αυτήν τη στιγμή, ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία διαθέτουν προϋπολογισμό για το 2025, εν μέσω εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων που τελικά κατέλυσαν τις κυβερνήσεις τους.
Νέες εκλογές πρόκειται να διεξαχθούν στη Γερμανία τον Φεβρουάριο και οι αναλυτές στοιχηματίζουν για νέες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία το επόμενο καλοκαίρι. Οι δύο χώρες λειτουργούν με προσωρινούς προϋπολογισμούς, αφού μεταφέρουν τις προβλέψεις τους για τη φορολογία και τις δαπάνες για το 2024 σε αυτό το έτος, και είναι αβέβαιο πότε θα συμφωνήσουν για τον προϋπολογισμό του 2025.
Η Γαλλία και η Γερμανία αντιμετωπίζουν διαφορετικές οικονομικές προκλήσεις, αντανακλώντας τους κινδύνους τόσο των υπερβολικών δαπανών όσο και των μικρότερων των αναγαίων δαπανών, επισημαίνουν οι οικονομολόγοι.
Η Γαλλία είχε δημοσιονομικό έλλειμμα που εκτιμόταν ότι θα έφτανε στο 6,1% στο τέλος του 2024 και ένα συσσωρευμένο χρέος στο 112% το 2024, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Η νέα κυβέρνηση υπό τον Φρανσουά Μπαϊρού θα είναι δύσκολο να πείσει τους βουλευτές από όλες τις πλευρές να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό του 2025, όπως και ο προκάτοχός του Μισέλ Μπαρνιέ.
Η Γερμανία, εν τω μεταξύ, αντιμετωπίζει πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές τον Φεβρουάριο, αφού ο κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον Όλαφ Σολτς κατέρρευσε το φθινόπωρο κάτω από το βάρος της αντιπαράθεσης για τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές. Το πρόβλημα της Γερμανίας είναι ένα πρόβλημα υποδαπανών και υποεπενδύσεων που έχουν οδηγήσει σε φθίνουσα οικονομική ανάπτυξη.
«Στον αντίποδα [της Γαλλίας] το πρόβλημα της Γερμανίας είναι η υπερβολικά αυστηρή δημοσιονομική πολιτική», σημείωσε η Shearing της Capital Economics.
Εστίαση στην ανάπτυξη
Οι οικονομολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου προειδοποιώντας ότι η έλλειψη δημοσιονομικών σχεδίων σημαίνει πως οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης δεν θα είναι σε θέση να επικεντρωθούν πλήρως σε πολιτικές που στοχεύουν στην οικονομική επέκταση, συνεχίζοντας την ανησυχητική τάση των τελευταίων χρόνων που παρατηρείται αναιμική ανάπτυξη.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδίωξε να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα στην ευρωζώνη -που δέχθηκε μεγάλο πλήγμα από αλλεπάλληλα γεγονότα από το 2022 και έπετα- μειώνοντας τα επιτόκια. Η κεντρική τράπεζα αναμένει η οικονομία της ευρωζώνης να σημειώσει ανάπτυξη 0,7% το 2024 και 1,1% το 2025, με τον πληθωρισμό στο 2,4% και 2,1% αντίστοιχα.
Οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη «παραμένουν πτωτικοί», δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σε συνέντευξη Τύπου τον Δεκέμβριο, προειδοποιώντας για την πιθανότητα «μεγαλύτερης τριβής στο παγκόσμιο εμπόριο» και ότι «η χαμηλότερη εμπιστοσύνη θα μπορούσε να εμποδίσει την ανάκαμψη της κατανάλωσης και των επενδύσεων με τον ίδιο ρυθμό. όπως αναμενόταν»
Ορισμένοι αναλυτές, όπως ο Kallum Pickering, επικεφαλής οικονομολόγος στο Peel Hunt, δήλωσε στο CNBC ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι πιο τολμηρή και να προχωρήσει σε μεγαλύτερες μειώσεις επιτοκίων το 2025.
Δεν φτάνει η μείωση των επιτοκίων
Άλλοι λένε ότι οι μειώσεις των επιτοκίων δεν μπορούν να βοηθήσουν σε διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και αντίξοες συνθήκες, όπως οι πιθανοί δασμοί που στις εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων που μπορεί να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ.
«Η βασική μας υπόθεση είναι ότι η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει ένα αρκετά δύσκολο έτος το 2025», δήλωσε στο CNBC ο Jari Stehn, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη της Goldman Sachs, με την επενδυτική τράπεζα να προβλέπει ανάπτυξη 0,8% για την ευρωζώνη το 2025 – έναντι 2,5% για την ΗΠΑ, την ίδια περίοδο.
«Υπάρχουν πολλά ζητήματα… οι υψηλές τιμές ενέργειας, η επιβράδυνση της Κίνας, η πολιτική αβεβαιότητα, οι εμπορικές εντάσεις είναι όλα αρνητικά πράγματα», είπε στο «Squawk Box Europe» του CNBC. Ωστόσο, οι επενδυτές εξακολουθούσαν να αναζητούν πιθανά φωτεινά σημεία στην περιοχή.
«Οι άνθρωποι ρωτούν εάν στη Γερμανία, όταν γίνουν νέες εκλογές, θα μπορούσαμε να λάβουμε περισσότερη δημοσιονομική υποστήριξη — ίσως, πιστεύουμε ότι θα υπάρξει κάποια, αλλά πιστεύουμε ότι τελικά θα περιοριστεί», είπε ο Stehn.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι ακόμα και η δυνατότητα των καταναλωτών να στηρίξουν την ανάπτυξη ρίχνοντας ζεστό χρήμα στην αγορά από το υψηλό ποσοστό αποταμίευσης που υπάρχει, δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε κάποια μεγάλη έκπληξη, πάντως, όπως είπε, τα χαμηλότερα επιτόκια «θα βοηθήσουν κάπως στην αποταμίευση και στην τόνωση των καταναλωτικών δαπανών, και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο πιστεύουμε στην πραγματικότητα ότι η Ευρώπη θα αναπτυχθεί το επόμενο έτος, παρά αυτές τις προκλήσεις».
Την ίδια στιγμή, όμως, επισημαίνει ότι η ρεαλιστική προσέγγιση υποδεικνύει ότι πολλές από τα υπάρχοντα προβλήματα, όπως οι τιμές της ενέργειας, η Κίνα, τα διαρθρωτικά ζητήματα, δεν θα διορθωθούν με τη μείωση των επιτοκίων. «Τελικά, θα είναι ένα δύσκολο περιβάλλον», κατέληξε.
Ο.Τ.